ἀποδημέω

From LSJ
Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημέω Medium diacritics: ἀποδημέω Low diacritics: αποδημέω Capitals: ΑΠΟΔΗΜΕΩ
Transliteration A: apodēméō Transliteration B: apodēmeō Transliteration C: apodimeo Beta Code: a)podhme/w

English (LSJ)

Dor. ἀπο-δᾱμέω, pf. ἀπεδήμηκα dub. in Hermipp.66:—

   A to be away from home, be abroad or on one's travels, Hdt.1.29,4.1,152, Ar.Nu.371, etc.; of foreign service, Id.Lys.101; opp. ἐπιδημεῖν, X. Cyr.7.5.69: metaph., to be absent, Pi.P.10.37; ὁ νοῦς παρὼν ἀποδημεῖ Ar.Eq.1120: sts. c. gen., ἀποδημεῖν οἰκίας Pl.Lg.954b; ἀπὸ τῆς ἑωυτῶν Hdt.9.117; ἐκ τῆς πόλεως Pl.Cri.53a; οὐκ ἔξεστι ἀποδημεῖν τοῖς Λακεδαιμονίοις Arist.Fr.543.    2 go abroad, παρά τινα to visit him, Hdt.3.124; ἀ. ἐς Αἴγιναν κατὰ τοὺς Αἰακίδας go abroad to Aegina to fetch the Aeacidae, Id.8.84; ἀ. ἐπὶ δεῖπνον εἰς Θετταλίαν Pl.Cri.53e; ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Id.Ap.40e; κατ' ἐμπορίαν Lycurg.21,57 (v.l. ἐπί) ; πρὸς τὰ ἱερά X.HG4.7.3; ποῖ γῆς ἀπεδήμεις; Ar.Ra.48; ἄλλοσε ἀ. Pl.Lg.579b; ἐκεῖσε Id.Phd.61e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημέω: Δωρ. -δᾱμέω: μέλλ. -ήσω: πρκμ. ἀπεδήμηκα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 8 (ἔνθα ἴδε Meineke). Εἶμαι μακρὰν τοῦ δήμου, μακρὰν τῆς πατρίδος μου, τῆς οἰκίας μου, εἶμαι ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, εἰς τὰ ξένα, «ταξειδεύω», Ἡρόδ. 1. 29., 4. 1, 152, Ἀριστοφ. Νεφ. 371, κτλ.· εὑρίσκομαι εἰς ἐκστρατείαν ἐν τῷ ἐξωτερικῷ, εὖ γὰρ οἶδ΄ ὅτι πάσαισιν ὑμῖν ἐστὶν ἀποδημῶν ἀνὴρ ὁ αὐτ. Λυσ. 101· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιδημεῖν, εἴτ’ ἐπιδημῶν... εἴτε καὶ ἀποδημῶν Ξεν. Κύρ. 7, 5, 69· μεταφ. ἀπουσιάζω, δὲν εἶμαι παρών, Μοῖσα δ’ οὐκ ἀποδαμεῖ, «ἡ δὲ μοῦσα οὐκ ἔστιν ἀπόδημος ἀπὸ τῶν τρόπων καὶ τῶν ἠθῶν αὐτῶν· οἷον οὐκ εἰσὶν ἄμουσοι» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 10. 57· ὁ νοῦς παρών ἀποδημεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1120: - ἐνίοτε μετὰ γεν., ἀποδημεῖν οἰκίας Πλάτ. Νόμ. 954Β· ὡσαύτως, ἀπὸ τῆς ἑωυτῶν Ἡρόδ. 9. 117· ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Κρίτων 53Α· οὐκ ἔξεστιν ἀποδημεῖν τοῖς Λακεδαιμονίοις Ἀριστ. Ἀποσπ. 500. 2) ἀπέρχομαι εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, παρά τινα, πρὸς ἐπίσκεψίν τινος, Ἡρόδ. 3. 124· ἀπέρχομαι εἰς τόπον τινὰ πρὸς τινα σκοπὸν, τὴν κατὰ τοὺς Αἰακίδας ἀποδημήσασαν (τριήρη) ἐς Αἴγιναν ὁ αὐτ. 8. 84· οὕτως, ἀποδ. ἐπὶ δεῖπνον εἰς Θετταλίαν Πλάτ. Κρίτων 53· ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον ὁ αὐτ. Ἀπολ. 40Ε· ἐπὶ ἐμπορίαν Λυκοῦργ. 155. 10· κατ’ ἐμπορίαν αὐτόθι 21· πρὸς τὰ ἱερὰ Ξεν. Ἑλ. 4. 7, 3· ποῖ γῆς ἀπεδήμεις; Ἀριστοφ. Βάτρ. 48· οὐδαμόσε ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 579Β· ἐκεῖσε ὁ αὐτ. Φαίδων 61Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπεδήμησα;
1 être absent de son pays, voyager ; παρά τινα se rendre au loin près de qqn;
2 être absent (même sans quitter son pays) : ἐπὶ δεῖπνον PLAT pour souper.
Étymologie: ἀπόδημος.