ἀποξενόω
English (LSJ)
A drive from house and home: generally, estrange, banish from, εἰς βαρβάρους τινὰ τῆς Ἑλλάδος Plu.2.857e, cf. Id.Alex.69; drive into exile, τινά Id.Phil.13:— Pass., live away from home, φυγὰς ἀπεξενοῦτο S.El.777; γῆς ἀπεξενωμένοι E.Hec.1221; of troops on service, ἀ. ἔξω τῆς οἰκείας Arist.Pol. 1270a2; ἑτέρωσε ἀ. migrate to some other place, Pl.Lg.708b: generally, alienate oneself from, be averse from, τινός D.S.3.47, cf. Luc. Dom.2. 2 wean, Sor.1.117:—Pass., become disused to, λουτρῶν Agathin. ap. Orib.10.7.1. 3 to be convicted of ξενία, Is.Fr.46. 4 Med., disguise oneself, LXX3 Ki.14.5. II metaph., τοῦ ποιητοῦ ἀ. τὰ ἔπη estrange the verses from him, i.e. deny that they are his, Ath. 2.49b; but in Pass., ἀπεξενωμένος outlandish, of words, Hdn.Gr.2.910; μαθήματα Iamb.VP1.2.
German (Pape)
[Seite 317] 1) aus der Heimath entfernen (zu einem Fremden machen), τινά Plut. Philop. 13; ἑαυτὸν τῆς πατρίδος Alex. 69. – Pass., (als Verbannter) außer Landes gehen, leben, φυγὰς ἀπεξενοῦτο Soph. El. 767, Schol. ἀπεδήμησεν; γῆς πατρῴας Eur. Hec. 1221; ἑτέρωσε Plat. Legg. IV, 708 b; ἔξω τῆς οἰκίας Arist. pol. 2, 9; Plut. Sert. 1. – 2) übh. entfremden, abalienare, ἑαυτὸν τῶν καλλίστων Luc. dom. 2; ἔπη τοῦ ποιητοῦ, für fremdartig erklären, verwerfen, Ath. II, 49 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξενόω: ἀπελαύνω, ἀπομακρύνω ἀπὸ τοῦ οἴκου καὶ τῆς πατρίδος· καθόλου, ἀποξενῶ, ἐξορίζω, τινὰ τῆς Ἑλλάδος Πλούτ. 2. 857Ε, πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Ἀλέξανδρον 69· ἐξορίζω τινά, ὁ αὐτ. Φιλοπ. 13: ― Παθ., ἀποξενοῦμαι, φεύγω καὶ ζῶ μακρὰν τῆς πατρίδος μου, εἶμαι ἐξόριστος, φυγὰς ἀπεξενοῦτο Σοφ. Ἠλ. 777· γῆς ἀποξενοῦσθαι Εὐρ. Ἑκ. 1221· ἀπ. ἔξω τῆς οἰκείας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 11· ἑτέρωσε ἀποξ., μεταναστεύειν εἰς ἄλλον τόπον, Πλάτ. Νόμ. 708Β. ― καθόλου, ἀποξενῶ ἐμαυτὸν ἀπό τινος, αἰσθάνομαι ἀποστροφὴν πρός τινα, τινος Διόδ. 3. 47, πρβλ. Λουκ. περὶ Οἴκου 2. 2) φεύγω γραφὴν ξενίας, καταδικάζομαι ὡς ξένος ψευδῶς φέρων τὸ ὄνομα πολίτου, Ἰσαῖος παρὰ Πολυδ. Γ΄, 57. ΙΙ. μεταφ., λέγω περί τινος πράγματος ὅτι δὲν ἀνήκει εἴς τινα, ὅτι εἶναι ξένον, Ἡσίοδος ἐν Κήυκος γάμῳ (κἄν γὰρ γραμματικῶν παῖδες ἀποξενοῦσι τοῦ ποιητοῦ τὰ ἔπη ταῦτα) Ἀθήν. 49Β· ῥὴματα ἀποξενωμένα, οὐχὶ γνήσια, Ἡρωδίαν π. μον. λ. 5. 18., 6. 8., 8. 7· λέξις ἀπεξ. Οὐλπ. εἰς Δημοσθ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
éloigner à l’étranger, bannir : τινα τῆς Ἑλλάδος, τῆς πατρίδος PLUT bannir qqn de la Grèce, de son pays.
Étymologie: ἀπόξενος.