ἀπόφημι

From LSJ
Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόφημι Medium diacritics: ἀπόφημι Low diacritics: απόφημι Capitals: ΑΠΟΦΗΜΙ
Transliteration A: apóphēmi Transliteration B: apophēmi Transliteration C: apofimi Beta Code: a)po/fhmi

English (LSJ)

fut. -φήσω: aor. 1

   A ἀπέφησα Pl.Tht.166a, al.:—speak out, declare flatly or plainly, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι γυναῖκα μὲν οὐκ ἀποδώσω κτλ. Il.7.362:—Med., ἀγγελίην ἀπόφασθε 9.422.—In this sense only Ep.    II say no, S.OC317, etc.    2 c. acc., deny, οὔτε σὺ φῂς ἃ ἐρωτῶ οὔτε ἀπόφῃς Pl.Prt.360d, cf. X.Cyr.6.1.32, Arist.APo.71a14, al.; opp. κατάφημι, Id.Int.17a31, al.; ἀ. τι κατά τινος, opp. καταφάναι, Id.Metaph.1007b22; negative, τι Id.Rh.1412b10, Po.1457b31; μὴ γεγονέναι Plu.Alc.23.

German (Pape)

[Seite 334] (s. φημί), 1) gerad heraus sagen, bestimmt berichten, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι Il. 7, 362; med., ἀγγελίην ἀπόφασθε, sagt die Botschaft gerad heraus, 9, 422. 649. – 2) verneinen, läugnen, widersprechen, Ggstz φημί, Soph. O. C. 318; Plat. Prot. 360 d, u. öfter bei diesen u. Folgdn; mit μή, ἀπέφησε μὴ γεγονέναι ἐξ αὐτοῦ Plut. Alc. 23. Vgl. ἀπεῖπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφημι: μέλλ. -φήσω: ἀόρ. α΄ ἀπέφησα Πλάτ. Θεαίτ. 166Α κ. ἀλλ.: - ὁμιλῶ καθαρῶς, διακηρύττω σαφῶς καὶ ῥητῶς, λέγω διαρρήδην, ἀντικρύ δ’ ἀπόφημι γυναῖκα μὲν οὐκ ἀποδώσω, κτλ. Ἰλ. Η. 362· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀγγελίην ἀπόφασθε, «ἀπαγγείλατε», (Σχόλ.) Ι. 422: ἐν τῇ σημασίᾳ ταύτῃ μόνον Ἐπ. ΙΙ. λέγω οὔ, καὶ φημὶ κἀπόφημι Σοφ. Ο. Κ. 317, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. ἀρνοῦμαι, οὔτε σὺ φῂς ἅ ἐρωτῶ οὔτε ἀπόφῃς Πλάτ. Πρωτ. 360D, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 32, Ἀριστ. Ἑρμην. 6, 2, κ. ἀλλ.: ἀπ. τι κατά τινος, ἀντίθετον τῷ καταφάναι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 3,1· φέρω ἀντίρρησιν, ἀντιλέγω εἴς τι, ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 11, 7, Ποιητ. 21.15. Ἴδε τὰς λέξεις ἀπόφανσις, ἀπόφασις.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποφήσω, ao. ἀπέφησα;
I. déclarer ouvertement;
II. dire le contraire :
1 nier, dire non;
2 refuser;
Moy. (impér. ao. 2ᵉ pl. ἀπόφασθε) faire connaître : ἀγγελίην IL une nouvelle.
Étymologie: ἀπό, φημί.

English (Autenrieth)

say out; ἀντικρύ, Il. 7.362; ἀγγελίην ἀπόφασθε, Il. 9.422.