ἀρχηγέτης

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχηγέτης Medium diacritics: ἀρχηγέτης Low diacritics: αρχηγέτης Capitals: ΑΡΧΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: archēgétēs Transliteration B: archēgetēs Transliteration C: archigetis Beta Code: a)rxhge/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, fem. ἀρχηγέτις, ιδος (dat.

   A ἀρχηγέτι Ar.Lys.644); Dor. ἀρχᾱγέτας: (ἡγέομαι):—first leader, author, esp. founder of a city or family, Hdt.9.86, Pi.O.7.78, IG9(1).61.49 (Daulis); title of Apollo at Cyrene, Pi.P.5.60; at Naxos in Sicily, Th.6.3; of Heracles at Sparta, X.HG6.3.6; Asclepius in Phocis, Paus.10.32.12; Helios at Rhodes, Aristid.Or. 24(44).50; freq. of ἥρωες, IG2.1191, SIG1024.40 (Myconos), etc.; so at Athens of ἥρωες ἐπώνυμοι, Ar.Fr.126, Orac. ap. D.43.66; ὁ δήμου ἀ. the tutelary hero of the deme, Pl.Ly.205d; at Sparta of the kings, ῥήτρα ap. Plu.Lyc.6; so at Thera, IG12(3).762; fem. ἀρχηγέτις, of Athena, IG3.65, al., cf. BMus.Inscr.481*.20 (Ephesus, ii A. D.); τἀρχηγέτι, = τῇ ἀρχηγέτιδι, Ar.Lys.644.    2 generally, leader, chief, A.Supp.184,251, S.OT751, etc.; later, governor, Chor. in Rev.Phil.1.67: metaph., ἀ. φιλοσοφίας Jul.Or.6.188b; of a philosophical school, τῆς ἀγωγῆς Phld.Sto.Herc.339.12.    3 first cause, author, τύχης E.El.891; γένους Id.Or.555.

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, (Oberaufseher) Stammvater eines Geschlechts, Erbauer einer Stadt, auch von Göttern, Τιρυνθίων Pind. Ol. 7, 78; vgl. P. 5, 60; vgl. Plat. Lys. 255 d; Xen. Hell. 6, 3, 4; τῆς πόλεως 7, 3, 8; Pol. 34, 1; übh. Herrscher, König, Aesch. Spt. 990 Suppl. 181; Soph. O. R. 751; Urheber, τύχης Eur. El. 554. – In Athen hießen so die zehn ἥρωες ἐπώνυμοι, Dem. 43, 66; vgl. B. A. 449, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχηγέτης: -ου, ὁ, θηλ. ἀρχηγέτις, ιδος, ἀλλὰ δοτ. ἀρχηγέτι (Ἀριστοφ. Λυσ. 644): Δωρ. ἀρχαγέτης: (ἡγέομαι): ― ὁ πρῶτος ἡγέτης, ὁ πρῶτος αἴτιος, κυρίως οἰκιστὴς πόλεως ἢ ὁ γενάρχης οἰκογενείας, ἀλλαχοῦ καλούμενος κτίστης, οἰκιστής, Ἡρόδ. 9. 86, Πινδ. Ο. 7. 143, Συλλ. Ἐπιγρ. 1732 β. 2· καὶ ὁ Ἀπόλλων ἐκαλεῖτο οὕτως ἐν Κυρήνῃ ὡς ὁ αἴτιος τῆς ἱδρύσεως τῆς πόλεως, Πινδ. Π. 5. 80· οὕτως ἐν Νάξῳ τῆς Σικελίας, Θουκ. 6. 3· ἐν Ταυρομενίῳ, Eckhel. 1. σ. 248· ἐν Ἱεραπόλει, Συλλ. Ἐπιγρ. 3906, κτλ.: ― ἐν Ἀθήναις οἱ ἥρωες ἐπώνυμοι οὕτως ἐκαλοῦντο, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 186, παρὰ Δημ. 1072. 25· οὕτω ὁ δήμου ἀρχ., ὃ. ἐ. ὁ προστατήριος ἥρως δήμου, ὁ δημοῦχος ἥρως, Πλάτ. Λύσ. 205D. ἐν Σπάρτῃ ἐπὶ τῶν βασιλέων, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· οὕτω θηλ. ἀρχηγέτις ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 476. 477, κ. ἀλλ.· τἀρχηγέτι = τῇ ἀρχηγέτιδι Ἀριστοφ. Λυσ. 644 2) καθόλου, ἀρχηγός, ἡγεμών, Αἰσχύλ. Θηβ. 999, Ἱκ. 184, 251, Σοφ. Ο. Τ. 751, κτλ. 3) πρώτη αἰτία, πρωταίτιος, ἀρχ. τύχης Εὐρ. Ἠλ. 891· γένους Ὀρ. 555· ― ἐντεῦθεν ἐπιθ. -ετικός, ή, όν, Θεόδ. Μετοχ. Σύμμ. σ. 481. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 chef d’une race ou d’une famille, fondateur d’une cité;
2 chef, roi.
Étymologie: ἀρχή, ἡγέομαι.