αὔριον

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔριον Medium diacritics: αὔριον Low diacritics: αύριον Capitals: ΑΥΡΙΟΝ
Transliteration A: aúrion Transliteration B: aurion Transliteration C: ayrion Beta Code: au)/rion

English (LSJ)

Adv.

   A to-morrow, Il.9.357, Od.1.272, etc.; αὔ. τηνικάδε tomorrow at this time, Pl.Phd.76b; ἐς or εἰς αὔ. on the morrow, Il.8.538 (or till morning, Od.11.351), Nicoch.15, Anaxandr.4.4; for the morrow, καλέσαι ἐπὶ δεῖπνον εἰς αὔ. IG22.17, etc.    2 presently, shortly, φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔ. γὰρ ἀποθνῄσκομεν 1 Ep.Cor.15.32; opp. σήμερον, Ev.Matt.6.30.    II Subst., αὔ. ἣν ἀρετὴν διαείσεται the morrow will distinguish... Il.8.535.    III ἡ αὔ. (sc. ἡμέρα) the morrow, S.Tr.945 (OT1090 is corrupt); τὴν αὔ. μέλλουσαν E.Alc. 784; ἡ αὔ. ἡμέρα X.Oec.11.6, Lys.26.6; also ἡ ἐς αὔ. ἡμέρα S.OC567; τὸ ἐς αὔριον Id.Fr.593.5; εἰς τὴν αὔ. Alex.241.3, Act.Ap.4.3; ἐπὶ τὴν αὔ.ib.5; ὁ αὔ. χρόνος E.Hipp.1117; ἡ Αὔ. personified by Simon.210 B.; δαίμονα τὸν Αὔριον Call.Epigr.16. (Cf. Lith. aušrà 'dawn', Skt. usrás 'of the dawn'; v. ἄγχαυρος, ἕως.)

German (Pape)

[Seite 394] adv., eigtl. neutr. von αὔριος, morgen, von Hom. an überall; αὔριον τηνικάδε, morgen um diese Zeit, Plat. Phaed. 76 b; εἰς αὔριον, auf morgen, Hom. u. Folgde; νῦν μέν εἰσιν οὐκ ἐλεύθεροι, ἐς ταὔριον δὲ Σουνιεῖς Anaxandr. Ath. VI, 263 b; ἐς τὴν αὔριον, sc. ἡμέραν, Pol. 1, 60; ἐς τὸ αὔριον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὔριον: ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λ. ἠώς)· Λατ. cras, Ἰλ. Ι. 357, Ὀδ. Α. 272, Ἀττ.· αὔριον τηνικάδε, αὔριον τοιαύτην ὥραν, Πλάτ. Φαίδων 76Β. - ὡσαύτως, ἐς αὔριον Ἰλ. Θ. 538, ἢ μέχρι τῆς αὔριον, ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον Ὀδ. Λ. 351· οὕτως, ἐς αὔριον Νικοχάρης ἐν Ἀδήλ. 1. πρβλ. ἐπαύριον. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. αὔριον ἣν ἀρετὴν διαείσεται, τῇ αὔριον ἡμέρᾳ τὴν ἑαυτοῦ ἀνδρείαν ἐπιγνώσεται, (ἴδε διαείδω), Ἰλ. Θ. 535. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀττ., ἡ αὔριον (ἐνν ἡμέρα) Σοφ. Ἀποσπ. 945, (ἐν Ο. Τ. 1090, ἀνάπαισότς τις οἷον ἑτέραν, ἀπαιτεῖται ὑπὸ τοῦ μέτρου)· τὴν αὔριον μέλλουσαν Εὐρ. Ἄλκ. 784· μετὰ τοῦ ἡμέρα, ἡ αὔρ. ἡμέρα Ξεν. Οἰκ. 11. 6, Λυσ. 175. 35· ὡσαύτως, ἡ ἐς αὔριον ἡμέρα Σοφ. Ο. Κ. 567· τὸ ἐς αὔριον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 685· εἰς τὴν αὔριον Ἄλεξ. ἐν «Ὕπνῳ» 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, εἰς ταὔριον Ἀναξανδρίδ. ἐν «Ἀγχίσῃ» 1. Meineke· ὁ αὔριον χρόνος Εὐρ. Ἱππ. 1117· - ἡ Αὔριον, κατὰ προσωποποίησιν ὑπὸ Σιμωνίδου 47.

French (Bailly abrégé)

adv.
demain ; αὔριον τηνικάδε PLAT demain à ce moment ; ἐς αὔριον IL vers le matin ou jusqu’au matin ; ἡ αὔριον ἡμέρα XÉN ou subst.αὔριον (ἡμέρα) EUR le lendemain.
Étymologie: cf. éol. αὔως = ἠώς et lat. aurora, de la R. Ὑσ briller.

English (Autenrieth)

to-morrow; ἐς αὔριον, αὔριον ἔς, Il. 7.318.