ἔγκτησις
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
Dor. ἔγ-κτᾱσις, εως, ἡ,
A tenure of land in a country or district by a person not belonging to it, X.HG5.2.19 (pl.); the right of holding such property, freq. granted as a privilege or reward to foreigners, ἔγκτασιν γᾶς καὶ οἰκιᾶν Decr.Byz. ap. D.18.91, cf. IG5(1).4.12 (Sparta), etc.; εἶναι δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν ib.22.53. 2 estate, property, LXX Le.25.13, etc.; βιβλιοθήκη ἐγκτήσεων register of properties, BGU76 (ii A. D.), etc. 3 acquisition of territory, Plb.28.20.8 (prob. l.).
German (Pape)
[Seite 710] ἡ, das Recht, sich im fremden Lande Besitzungen zu erwerben, u. eine solche Besitznahme selbst; ein Recht, welches bei Bündnissen zwei Staaten sich gegenseitig zugestehen; neben ἐπιγαμία Xen. Hell. 5, 2, 19; Dem. 18, 91; γῆς καὶ οἰκίας Inscr. 1793 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκτησις: Δωρ. ἔγκτᾱσις, εως, ἡ, τὸ κατέχειν, ἐξουσιάζειν ἐν δήμῳ ἢ περιοχῇ ξένῃ κτήματα, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19: ― τὸ δικαίωμα τοῦ ἔχειν τοιαῦτα κτήματα ἐν ξένῃ πολλάκις ἀπενέμετο εἰς ξένους ὡς προνόμιον ἢ ἀμοιβή, ἔγκτασιν δοῦναι Ψήφ. Βυζ. παρὰ Δημ. 256. 7, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1334, 1335, κ. ἀλλ.· εἶναι δὲ αὐτῷ οἰκίας ἔγκτησιν Συλλ. Ἐπιγρ. 90. 92· πρβλ. ἐπεργασία: ― ἐγκτητικόν, τό, φόρος γῆς ἀποτινόμενος ὑπὸ τοῦ κατέχοντος τοιαῦτα κτήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 101, 27.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
droit d’acquérir des biens-fonds ; l’acquisition elle-même.
Étymologie: ἐγκτάομαι.