ἐξαναφέρω

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναφέρω Medium diacritics: ἐξαναφέρω Low diacritics: εξαναφέρω Capitals: ΕΞΑΝΑΦΕΡΩ
Transliteration A: exanaphérō Transliteration B: exanapherō Transliteration C: eksanafero Beta Code: e)canafe/rw

English (LSJ)

   A bear up, of buoyant sea-water, Arist.Fr.217.    2 ἐ. λόγχης τύπον exhibit the form of a spear, Plu.2.563a.    II intr., weather the storm, Id.Pyrrh.15: metaph., ἐν νοσήματι κατειλημμένος ἐ. Id.2. 147c; πρὸς τὴν ἀδηλότητα Id.Oth.9: abs., ἐ. καὶ διωθεῖσθαι τὸ πάθος Id.2.446b, cf. 541a,550c.    2 rise in the scale, ἐπὶ ζυγοῦ πρὸς τὰ βελτίονα ib.469b.

German (Pape)

[Seite 868] (s. φέρω), heraus-, herausbringen, ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει Plut. Symp. 1, 9, 2; – intr., wieder zu Kräften kommen, sich erholen, Plut. öfter; πρός τι, Kräfte, Muth zu Etwas fassen, Oth. 9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναφέρω: μέλλ. -ανοίσω, ἐπὶ τοῦ ὕδατος τῆς θαλάσσης, ἀναβιβάζω πρὸς τὴν ἐπιφάνειαν ἐκ τῶν κάτω, ᾗ καὶ μᾶλλονθάλαττα τούς... νηχομένους ἐξαναφέρει..., τοῦ γλυκέος ἐνδιδόντος διὰ κουφότητα Ἀριστ. Ἀποσπ. 209, πρβλ. Πλουτ. Πύρρ. 15, κτλ. καὶ (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτὸν) ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 2. 147C: - ἐξαν. λόγχης τύπον, ἐπιδεικνύειν τύπον λόγχης, αὐτόθι 563A. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναλαμβάνω ἐκ νόσου, ἀπαλλάσσομαι αὐτῆς, μεταφ., ἔοικεν ὡς ἐν νοσήματι πατρῴῳ τῇ τυραννίδι κατειλημμένος, οὐ φαύλως ἐξαναφέρειν χρώμενος ὁμιλίαις ὑγιειναῖς, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 147C· ἀντέχω, καρτερῶ, δοκεῖ δὲ μηδ’ αὐτὸς Ὄθων ἐξαναφέρειν ἔτι πρὸς τὴν ἀδηλότητα ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Ὄθωνος 9.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξανοίσω, ao.2 ἐξανήνεγκον;
I. tr. 1 soulever à la surface (de l’eau) ; intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) sortir de l’eau;
2 porter sur soi : λόγχης τύπον PLUT la marque d’un coup de lance;
II. intr. se relever, reprendre ses forces.
Étymologie: ἐξ, ἀναφέρω.