ῥόος
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ὁ, Cypr.
A ῥόϝος Inscr.Cypr.135.19 H., Att. contr. ῥοῦς: Ion. and later writers have the heterocl. dat. ῥοΐ (like νοΐ from νοῦς), Hellanic. 28J., Ach.Tat.3.20; also gen. ῥοός Peripl.M.Rubr.46: (ῥέω):— stream, flow of water, current, Hom. only in sg., freq. with gen., ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, etc., Il.11.726, 16.151, al.; κῦμα ῥόοιο 21.263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα ib.219; ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον to flow in their own bed, 12.33; κατὰ ῥόον down, i.e. with, the stream, Od.5.327,461, Hdt.2.96, etc.: metaph., φέρεσθαι κατὰ ῥοῦν Pl.R.492c; ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Luc.JTr.50; πρὸς ῥόον against it, Il.21.303; Βόσπορος, ῥ. θεοῦ A.Pers.746 (troch.); current at sea, ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ ἀνέμου Th.1.54; εἰκῇ κατὰ ῥοῦν πλέοντας Phld.Rh.1.381S.: also, current of air, Emp.100.14; ῥόος καπνοῦ Pi.P.1.22. II flux, discharge of morbid humours, Hp.Aph.5.56, Arist HA521a28, Thphr.HP9.12.1. III = ῥοή 3, Pl.Cra.411d. IV v. ῥόον.
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, att. zsgzgn ῥοῦς, das Fließen, Fluthen, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσθ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο, 16, 151; κῦμα ῥόοιο, 21, 263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch ῥόος κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον ῥόον θεοῦ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ ῥόον, stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰ. χήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῦν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόος: -ου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. ῥοῦς, ἴδε ἐν τέλ.: μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἔχουσι τὴν ἑτερόκλ. δοτ. ῥοΐ, ὡς νοῒ ἐκ τοῦ νοῦς, Ἑλλάνικ. (;) παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Φ. 242 (Ἀποσπ. 132)· ὡσαύτως γεν. ῥοός, αἰτ. ῥόα. Λοβ. εἰς Φρύν. 454 Paral. 173· (ῥέω)· - ὡς τὸ ῥοή, ῥεῦμα, ῥεῦσις, ῥοὴ ὕδατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ· συχνάκις παρ’ αὐτῷ προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς διὰ γενικῆς, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, κτλ., Ἰλ. Π. 131., Λ. 726· κῦμα ῥόοιο Φ. 263· προχέειν ῥόον εἰς ἅλα αὐτόθι 219· ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, τοὺς ἔτρεψε νὰ ῥέωσιν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν κοίτῃ, Μ. 33· κατὰ ῥόον, κατὰ τὸ ῥεῦμα, κατὰ τὴν ῥοὴν τῶν κυμάτων, τὴν δ’ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα περὶ τῆς σχεδίης τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ε. 327, 461, Ἡρόδ. 2. 96, κτλ.· μεταφορ., κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 492C· ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Λουκιανοῦ Ζεὺς Τραγῳδ. 50· πρὸς ῥόον, ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 303 (πρβλ. κατὰ Β. Ι. 1)· Βόσπορος, ῥ. θεοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 746· - ῥεῦμα ἐν θαλάσσῃ, ὑπό τε ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου Θουκ. 1. 54· - ῥεῦμα ἀέρος, Ἐμπεδ. 356· ὁμοίως, ῥόος καπνοῦ Πινδ. Π. 1. 43. II. ῥύσις, ἐκροὴ νοσηρῶν ὑγρῶν ἐκ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· ἴδε Foës Oecon. II. = ῥοὴ 2, Πλάτ. Κρατ. 411D, πρβλ. 419D. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 3 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ῥόου (ὁ) :
courant d’un fleuve ; κατὰ ῥόον, κὰρ ῥόον, en suivant le courant ; fig. κατὰ ῥοῦν PLAT sans obstacle, heureusement.
Étymologie: ῥέω.
English (Autenrieth)
(σρέω): flow, stream, current.
English (Slater)
ῥόος
1 stream ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22)