μνεία

From LSJ
Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνεία Medium diacritics: μνεία Low diacritics: μνεία Capitals: ΜΝΕΙΑ
Transliteration A: mneía Transliteration B: mneia Transliteration C: mneia Beta Code: mnei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μνήμη, remembrance, βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις S.El.392, cf. E.Ph.464, Pl.Lg.798b; κατά γε τὴν ἐμὴν μ. dub. in Ael. VH6.1; μνείας χάριν, freq. in late epitaphs, IG3.3112, al.    II mention, περί τινος μνείαν ποιεῖσθαι And.1.100, cf. Aeschin.1.160; περί τινος πρός τινα Pl.Prt.317e; τὴν μνείαν περί τινος ἀποδιδόναι Arist.PA58b13; ὅ τι καὶ μνείας ἄξιον Id.Pol.1274b17; μ. τινῶν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν προσευχῶν Ep.Rom.1.2, al., cf. Epigr.Gr.983.3 (i B. C.); reminder, τινος Pl.Phdr.254a; commemoration, αἱ μ. τῶν ἁγίων v. l. in Ep.Rom.12.13.

German (Pape)

[Seite 194] ἡ, Erinnerung, Gedächtniß; βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις; Soph. El. 384, = μέμνησαι; so auch Eur. Phoen. 467 Bacch. 46, wie in Prosa, Isocr. 5, 37 Plat. Menex. 244 a Dem. 59, 71 u. Sp.; μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος, erwähnen, Andoc. 1, 100, wie Plat. Prot. 317 e, u. τινός, Phaedr. 254 a; κατά γε τὴν ἐμὴν μνείαν, so weit ich mich erinnere, Ael. V. H. 6, 1. – Nach Plut. Symp. 9, 14, 1 sollen auch die Musen μνεῖαι genannt worden sein.

Greek (Liddell-Scott)

μνεία: ἡ, = μνήμη, ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις Σοφ. Ἠλ. 392· οὕτως ἐν Εὐρ. Φοιν. 464, Πλάτ. Νόμ. 798Β· κατά γε τὴν ἐμὴν μνείαν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1· μνείας χάριν, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιτυμβίοις. ΙΙ. ἀνάμνησις, ὑπόμνησις· μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος Ἀνδοκ. 13. 27, Αἰσχίν. 23. 5· τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· περί τινος πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317Ε· τὴν μνείαν περί τινος ἀποδιδόναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· ὅ τι καὶ μνείας ἄξιον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 12, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 souvenir : μνείαν ἔχειν τινός SOPH avoir souvenir de qch ; κατά γε τὴν μνείαν ἐμήν ÉL selon mon souvenir;
2 mention : μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος ESCHN faire mention de qqn ou de qch.
Étymologie: μνάομαι.