καθαίρεσις

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαίρεσις Medium diacritics: καθαίρεσις Low diacritics: καθαίρεσις Capitals: ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: kathaíresis Transliteration B: kathairesis Transliteration C: kathairesis Beta Code: kaqai/resis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pulling down, demolition, Th.5.42, Isoc.7.66, X.HG2.2.15, IG22.1672.75 (iv B.C.), PMagd.9.6 (iii B.C.), etc.: metaph., τινῶν, opp. οἰκοδομή, 2 Ep.Cor.10.8; ἀναστήσωμεν τὴν κ. τοῦ λαοῦ ἡμῶν LXX 1 Ma.3.43: in concrete sense, αἱ καθαιρέσεις the débris, Ph.Bel.92.31.    2 generally, overthrow, subjugation, Jul.Caes. 320d; τῆς ἀνέτου ἐξουσίας Hdn.2.4.4; Ἰουλιανοῦ Id.3.1.1; killing, Plu.Ant.82.    3 reduction, diminution, opp. πρόσθεσις, Arist.Ph. 207a23: Medic., bringing down superfluous flesh, lowering, reducing, Hp.Epid.6.3.1, cf. Gal.17(2).368; τῶν σωμάτων Arist.GA738a31; τῶν ὄγκων Pl.Ti.58e.    4 eclipse of sun or moon (with reference to the magical process of drawing down those bodies), Sch.A.R.3.533 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, das Herunternehmen, Niederwerfen, -reißen, Zerstören; τῶν ὄγκων Plat. Tim. 58 a; τοὺς νεωσοίκο υς ἐπὶ καθαιρέσει ἀποδόσθαι, zur Niederreißung verpachten, Isocr. 7, 66; Xen. Hell. 2, 2, 15 u. Sp. Ggstz von αὔξησις, Arist. phys. ausc. 3, 6; σωμάτων, Abmagerung, gen. an. 2, 4; Hippocr. – Das Tödten, der Mord, Plut. Anton. 82 u. A. – Absetzung, Ἰουλιανοῦ Hdn. 3, 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καθαίρεσις: -εως, ἡ, τὸ καθαιρεῖν, καταστρέφειν, καταστροφή, φόνος, σφαγή, Στησίχ. παρὰ Σουΐδ., Πλουτ. Ἀντών. 82· κατάλυσις, κατεδάφισις, Θουκ. 5. 42, Ἰσοκρ. 153Β, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ἡ τῆς ἐξουσίας, κατάλυσις, ἀνατροπή, Ἡρῳδιαν. 2. 4, 9, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ι΄, 8· ἡ κ. τοῦ λαοῦ = ὁ λαὸς ὁ καθαιρεθεὶς Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ 43)· - αἱ καθαιρέσεις, τὰ ἐρείπια, Ἀθήν. περὶ Μηχανημάτ. 92Β. 2) ἐλάττωσις, μείωσις, ἀντίθετον τῷ αὔξη, πρόσθεσις, Ἀριστ. φυσ. 3. 6, 9, κἑξ: - ἐν τῇ ἰατρικῇ, ἐλάττωσις τῆς πλεοναζούσης σαρκός, ἴσχνανσις, Ἱππ. 1174G· τῶν σωμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 11· τῶν ὄγκων Πλάτ. Τίμ. 58Ε· = πρβλ. καθαιρέω ΙΙ. 6. 3) καθαίρεσις ἐκ τοῦ ἀξιώματος, Ἡρῳδιαν. 3. 1, 1· ἰδίως ἐπὶ ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου ἕνεκα ἀξιοποίνου πράξεως, Ἀλέξ. Ἀλ. 577C, 581Β, Συνόδ. Ἀντιοχ. 1, Ἀθαν. Ι. 260D, Ἐπιφάν. ΙΙ. 200Α, κλ. 4) ἔκλειψις ἡλίου καὶ σελήνης, «τινὲς δὲ καὶ τὰς ἐκλείψεις ἡλίου καὶ σελήνης καθαιρέσεις ἐκάλουν τῶν θεῶν» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 533.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 destruction (d’une ville, etc.);
2 meurtre.
Étymologie: καθαιρέω.