ἐπιστολή

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολή Medium diacritics: ἐπιστολή Low diacritics: επιστολή Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Transliteration A: epistolḗ Transliteration B: epistolē Transliteration C: epistoli Beta Code: e)pistolh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπιστέλλω)

   A anything sent by a messenger, message, order, commission, whether verbal or in writing, Hdt.4.10, Th.8.45, etc.; ἐξ ἐπιστολῆς by command, Hdt.6.50: used by Trag. always in pl., A.Pr.3, Pers.783, Supp.1012, S.Aj.781, OC1601, etc.; Πενθέως ἐπιστολαῖς by his commands, E.Ba.442; τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψεν commands about her children, Id.Hipp.858.    2. letter, ἐ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι, Th.1.129, 7.10; λύειν Id.1.132; ἐ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Lys.20.27; πέμπειν τινί E.IT589 (pl.): in pl. of one letter, like γράμματα, Lat. litterae, Id.IA111,314, Th.1.132, etc.; ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν . . τοῦ Ὄθωνος, Lat. ab epistulis Othoni, his secretary, Plu.Oth.9; νομογραφικὴ ἐ. BGU1135.7(i B.C.).

German (Pape)

[Seite 984] ἡ (das durch einen Boten Uebersandte), Nachricht, Auftrag, Befehl, gew. im plur., σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 3; λόγων Soph. Tr. 493; φέρειν Ai. 768; ἄγω σε Πενθέως ἐπιστολαῖς Eur. Bacch. 442; ἔλεγε ταῦτα ἐξ ἐπιστολῆς Δημαρήτου, im Auftrage, Her. 6, 50; κατὰ ἐπιστολὰς τὰς τοῦ Ποσειδῶνος Plat. Critia. 119 c; Folgde. – Der Brief, auch oft im plur., Eur. I. A. 111. 314; Thuc. 4, 50; Plat. Epist. oft; τὴν ἐπιστολὴν ἀποδόντες Thuc. 7, 10; διαπέμπειν 1, 129; λύειν, erbrechen, 1, 132; αἱ ἐπιστολαὶ ἧκον 8, 51; ἐλθεῖν, δφικνεῖσθαι, ibd. 33. 45; so Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολή: ἡ, (ἐπιστέλλω) πᾶν τὸ ἐπιστελλόμενον δι’ ἀγγέλου, ἀγγελία, παραγγελία, διαταγή, εἴτε προφορικὴ εἴτε ἔγγραφος (πρβλ. Θουκ. 7. 11 πρὸς τὸ 8. 5), Ἡρόδ. 4. 10, καὶ Ἀττ.· ἐξ ἐπιστολῆς, κατὰ διαταγήν, Ἡρόδ. 6. 50· οἱ Τραγ. χρῶνται τῇ λέξει ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Πρ. 3, Πέρσ. 783, Ἱκέτ. 1012, Σοφ. Αἴ. 781. Ο. Κ. 1601, κτλ.· Πενθέως ἐπιστολαῖς, κατὰ διαταγὴν τοῦ Πενθέως, Εὐρ. Βάκχ. 442· τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε; παραγγελίας περὶ τῶν τέκνων της; ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 858· ― ἰδίως ἡ παραγγελία ἀποθνήσκοντος, ἡ τελευταία αὐτοῦ θέλησις, ἴδε Valck. ἐν Εὐρ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐπιστολή, γράμμα, Λατ. epistola, ἐπ. διαπέμπειν, ἀποδοῦναι Θουκ. 1. 129., 7. 10· λύειν ὁ αὐτ. 1. 132· ἐπ. ἔδωκεν ἀποδοῦναι Λυσ. 160. 24· πέμπειν τινὶ Εὐρ. Ι. Τ. 589· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ μιᾶς ἐπιστολῆς, ὡς τὸ γράμματα, Λατ. literae, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 111. 314. Θουκ. 1. 132, κτλ.· ὁ ἐπὶ τῶν ἐπιστολῶν... τοῦ Ὄθωνος, Λατ. ab epistolis Othoni, ὁ γραμματεὺς αὐτοῦ, Πλουτ. Ὄθ. 9, πρβλ. Olear. εἰς Φιλόστρ. 589.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 ordre ou avis transmis par un message verbal ou écrit : τέκνων ἐπιστολὰς ἔγραψε EUR elle a écrit ses volontés en ce qui regarde ses enfants ; ἐξ ἐπιστολῆς HDT par ordre;
2 message écrit, lettre en gén. : ἐπιστολὴν πέμπειν τινί EUR envoyer une lettre à qqn ; ἐπιστολὴν λύειν THC délier les cordons d’une lettre, ouvrir une lettre ; plur. au sens du sg. une lettre.
Étymologie: ἐπιστέλλω.