πανουργία
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
ἡ,
A knavery, A. Th.603, S.Ph.927, Lys.22.16, Pl.Lg.747c, Arist.EN1144a27: in pl., villainies, S.Ant.300, Ar.Eq.684, etc. 2 of animals, Arist.HA588a23 (pl.), 614a30. 3 adulteration of drugs or honey, Gal.14.27.
German (Pape)
[Seite 461] ἡ, List, Schelmerei, Tücke; Aesch. Spt. 585; Soph. Ant. 300; πανουργίαις μείζοσι κεκασμένος, Ar. Equ. 681; Plat. Legg. V, 747 c u. Folgde, wie Arist. Eth. 6, 12; καὶ τέχναι, Dem. 24, 14.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνουργία: ἡ, διαγωγὴ ἀσυνείδητος, δόλος, ἀπάτη, κακοήθεια, Λατ. malitia, Αἰσχύλ. Θήβ. 603, Σοφ. Φιλ. 915, Λυσί. 165. 33, Πλάτ. Νόμ. 747C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 12, 9 καὶ ἐν τῷ πληθ., πανοῦργοι πράξεις, δόλοι, κακουργήματα, Σοφ. Ἀντ. 300, Ἀριστοφ. Ἱππ. 684, κτλ. 2) ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 1, 2., 9. 8, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fourberie, méchanceté.
Étymologie: πανοῦργος.
English (Strong)
from πανοῦργος; adroitness, i.e. (in a bad sense) trickery or sophistry: (cunning) craftiness, subtilty.