ἐπίβλημα
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is thrown over, covering, Nicostr. Com.15; coverlet, bedspread, IG12(5).593.4 (Iulis, v B.C.), Gal.14.638, Sor.1.85; head-covering, Gal.UP11.12. 2. tapestry, hangings, Plu.Cat.Ma.4, Arr.An.6.29.5. II. that which is put on, piece of embroidery, ἐ. ποικίλον IG12.387.28, 22.1514.31; mantle, LXX Is.3.22. 2. patch, Ev.Matt.9.16, etc. 3. outer bandage, Paul. Aeg.6.92.
German (Pape)
[Seite 929] τό, das Darauf-, Darübergeworfene, -gelegte, der Deckel, Nicostr. bei Ath. III, 111 d; Oberkleid, Inscr., Galen.; Decke, τάπητα ἐπιβλημάτων Βαβυλωνίων Arr. An. 6, 29, 8; vgl. Plut. Cst. min. 4. – Die daraufgesetzten Flicken, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίβλημα: τό, ὅ,τι βάλλεται ἐπάνω εἴς τι, κάλυμμα, Νικόστρ. ἐν «Κλίνῃ» 1.- Καθ' Ἡσύχ. «ἐπίβλημα· πῶμα». 2) ὕφασμα πρὸς διακόσμησιν, παραπέτασμα, ἐπίβλημα τῶν ποικίλων Βαβυλώνιον Πλουτ. Κάτων, Πρεσβ. 4, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29, 8. ΙΙ. ἐπενδύτης, ἐπανωφόριον, ἐπ. ποικίλον καινὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 35. 2) ἐπίρραμμα, «ἐμβάλωμα», Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ', 16, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on met sur ; tapis.
Étymologie: ἐπιβάλλω.