μόλις
English (LSJ)
Adv., post-Hom. synonym of μόγις, prevailing in Trag., Com., and Att. prose, though in Pl. and later prose μόγις was preferred (in A. the Laur. Ms. gives each form twice, the same Ms. of S. μόλις always);
A μ. μέν, ἀλλ' ὅμως ἠνεσχόμην Ar.Nu. 1363, cf. S.Ant. 290,1105, El.575, Ph.329; ζῶντι καὶ μάλα μ. nay, only just alive, Pl. Tht.142b (cod. W μόγις) ; μ. καὶ ἠρέμα πάσχειν scarcely at all... Arist.Metaph.1019a31 (cod. Ab μόγις) ; ἢ ὅλως οὐκ ἔστιν ἢ μ. Id.Ph. 217b32; μ. πάνυ Eub.30; πάνυ μ. Philem.88.8: with a neg., οὐ μ. not scarcely, i.e. quite, utterly, ἀπώλεσας οὐ μ. A.Ag.1082; θυραῖος ἔστω πόλεμος, οὐ μ. παρών Id.Eu.864 (where Sch. explains οὐ μ. by οὐ μακράν, but the sense is dub.); θέλουσαν οὐ μ. καλεῖς E.Hel.334 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 199] (vgl. μῶλος, moles), mit Mühe, kaum, = μόγις, von dem es Thom. Mag. vergeblich zu unterscheiden versucht; Greg. Cor. p. 65 als unattisch bezeichnet, findet sich aber bei den älteren Attikern, wie Thuc. u. Xen. (vgl. Krüger zu An. 5, 8, 14); bei Plat. herrscht μόγις vor, s. oben; auch bei Hom. schreibt man jetzt überall μόγις; θυραῖος ἔστω πόλεμος οὐ μόλις παρών, Aesch. Eum. 826, nicht kaum, d. i. ganz nahe; vgl. Ag. 1052; oft bei Soph., ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ, Phil. 320; El. 565; an einigen anderen Stellen schwankt die Lesart; μαστεύων σε κιχάνω μόλις, Eur. Hel. 603, öfter; Ar. Th. 447; bei Sp. gew., μόλις καὶ βραδέως, Luc. Asin. 2.
Greek (Liddell-Scott)
μόλῐς: Ἐπίρρ., τύπος μεθομηρικὸς ἀντὶ τοῦ μόγις, ἐπικρατῶν παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τῷ Θουκ., ἐνῷ ἀπὸ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ Πλάτ. καὶ ἐφεξῆς προὐτιμᾶτο τὸ μόγις (παρ᾿ Αἰσχύλῳ τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. ἔχει ἑκάτερον τὸν τύπον τούτων δίς, τὸ δὲ Λαυρ. τοῦ Σοφ. ἀείποτε μόλις)· μ. μέν, ἀλλ᾿ ἠνεσχόμην Ἀριστοφ. Νεφ. 1363· ζῶντι καὶ μάλα μ. Πλάτ. Θεαίτ. 142Β· μ. καὶ ἤρεμα πάσχειν, σχεδὸν οὐδόλως..., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 12, 4· ἢ ὅλως οὐκ ἔστιν ἢ μ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 4. 10, 1· μόλις πάνυ Εὔβουλ. ἐν «Δόλ.» 1· πάνυ μ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 4. 8· ‒ συχν. μετ᾿ ἀρνητικοῦ, οὐ μόλις, ἐξ ὁλοκλήρου, οὐ μ. ἀπολλύναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082· θυραῖος ἔστω πόλεμος, οὐ μ. παρὼν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 864 (ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ οὐ μόλις διὰ τοῦ οὐ μακράν, ἀλλ᾿ ἡ ἔννοια εἶναι ἀμφίβολος καὶ σκοτεινή· ὁ Herm «non parum»)· θέλουσαν οὐ μόλις καλεῖς Εὐρ. Ἑλ. 334. ‒- Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 163-165.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine, difficilement : οὐ μόλις sans peine.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
English (Strong)
probably by variation for μόγις; with difficulty: hardly, scarce(-ly), + with much work.