ανακομίζω

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

ἀνακομίζω)
επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.)
μσν.- νεοελλ.
κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ
2. θεραπεύω, γιατρεύω
ΙΙ. μέσ. ανακαλύπτω κάτι που έχασα και το παίρνω μαζί μου, ανακτώ
ΙΙΙ. παθ.
1. φέρομαι αντίθετα προς το ρεύμα ή προς τα ενδότερα μιας χώρας
2. έρχομαι πίσω, επιστρέφω, διασώζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κομίζω.
ΠΑΡ. ανακομιδή].