αγνωμιά
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
και ανεγνωμιά, η άγνωμος
1. έλλειψη γνώμης ή βουλήσεως, αναποφασιστικότητα, δισταγμός
2. ανοησία, επιπολαιότητα, απερισκεψία.