ἐκπυρσεύω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
A kindle, inflame : metaph., in Pass., τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ φιλοσοφίας S.E.M.11.179 (Pass.). II give signals by a beaconlight, J.BJ4.10.5. III give out flame, τεῖχος ἐ. φλόγα ib.7.8.5.
German (Pape)
[Seite 777] ein Feuerzeichen geben, von Leucht-oder Wachtthürmen, τινί , Ios.; übertr., in heftige Leidenschaft setzen, Sext. Emp. adv. math. 4, 179 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπυρσεύω: ἀνάπτω, φλέγω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 179, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. κάμνω σημεῖον διὰ πυρῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 10, 5.
Spanish (DGE)
1 desprender, emitir φλόγα πολλήν de unas antorchas, I.BI 7.316
•abs. emitir luz, alumbrar del faro de Alejandría, I.BI 4.613, cf. 5.169.
2 fig. inflamar, encender c. ac. adverb. Ἵμερος ... ἐκπυρσεύων ἀμήχανον el Deseo lanzando un fuego irresistible Him.9.19, en v. pas. c. ac. de rel. τὴν ψυχὴν ἐξεπυρσεύθη Longus 1.15.1, ἐκπυρσεύεται ... τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς φιλοσοφίας S.E.M.11.179.
Greek Monolingual
ἐκπυρσεύω (AM)
ανάβω, καίω
αρχ.
1. κάνω σημάδια με πυρσούς
2. (για φλόγα) εκπέμπω.