επινέμω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

ἐπινέμω (Α)
1. διαμοιράζω
2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.)
3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.)
4. έχω το δικαίωμα νομής
5. (για κοπάδι) βόσκω
6) πλησιάζω, προσεγγίζω
7. μέσ. επινέμομαι
α) βόσκω
β) (για φωτιά ή αρρώστια) διαδίδομαι γρήγορα, εξαπλώνομαι
γ) (για πειρατική συμμορία) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου
δ) (για συνήθεια) διαδίδομαι
ε) τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο
στ) τρώω, φθείρω, καταναλώνω
ζ) κατοικώ («ἐπινεμόμενοι μέχρι πρὸς τὸν ὠκεανὸν καθήκουσι», Λουκιαν.)
8. παθ. καταλαμβάνομαι άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέμω «απονέμω, μοιράζω»].