αισθητική

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

η
1. η επιστήμη που επισημαίνει και εξετάζει το καλό, το ωραίο στη φύση ή στην τέχνη
2. η αντίληψη κάθε ανθρώπου για το ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αισθητική, θηλ. του επιθ. αισθητικός, πρβλ. γερμ. Aesthetik
ο όρος αισθητική ως φιλοσοφικός όρος, κατά τον Κουμανούδη, πλάστηκε από τον Γερμανό Μπαουμγκάρτεν (Baumgarten) περί τα μέσα του 19ου αιώνα].