εκκλίνω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

(AM ἐκκλίνω)
1. γέρνω προς τα έξω
2. απομακρύνομαι από ένα σημείο, εκτρέπομαι
νεοελλ.
μεταβάλλω την πορεία πλοίου για να αποτραπεί κίνδυνος
μσν.
1. παρασύρω
2. (για τον ήλιο) γέρνω στη δύση, βασιλεύω
3. φρ. «ἐκλλίνω πρὸς βίον» — γερνώ
αρχ.
1. λυγίζω προς τα έξω
2. αλλάζω τον τύπο μιας λέξης
3. εξαρθρώνω, εκτοπίζω
4. σφετερίζομαι, καταχρώμαι
5. αποχωρώ, αποσύρομαι
6. χάνω τη θέση μου
7. ξεφεύγω, αποφεύγω
8. στρέφω κάτι προς μια μεριά
9. διαφθείρω, παραβιάζω
10. επισκέπτομαι κατά την περιοδεία.