κυματώδης

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σποράProcreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid

Menander, Monostichoi, 641
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτώδης Medium diacritics: κυματώδης Low diacritics: κυματώδης Capitals: ΚΥΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kymatṓdēs Transliteration B: kymatōdēs Transliteration C: kymatodis Beta Code: kumatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = κυματοειδής, on which the waves break, γῆ Arist.Pr.934b10,9 (Comp.); αἰγιαλός Plu.Fab.6; billowy, πέλαγος Scymn.190: metaph., of the pulse, σφυγμὸς κ. Gal.9.505. Adv. -δῶς Id.8.551.

German (Pape)

[Seite 1530] ες, = κυματοειδής, αἰγιαλός, mit Brandung, Plut. Fab. 6.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτώδης: -ες, ἐπὶ τόπου προσβαλλομένου ὑπὸ κυμάτων κυματωδέστεραι γαῖαι Ἀριστ. Προβλ. 23. 29· 1· αἰγιαλὸς Πλουτ. Φάβ. 6· = κυματοειδής, κυματώδεις σφυγμοὶ Γαλην. τ. 8. σ. 3· κυματώδη φωνὴν Γεωργ. Ἀλ. ἐν Βίῳ Χρυσ. τ. 8, σ. 253, 12.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
houleux, orageux ; agité (pouls).
Étymologie: κῦμα, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α κυματώδης, -ῶδες)
αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κύματα, φουρτουνιασμένος («αύριο η θάλασσα θα είναι κυματώδης»)
αρχ.
1. (για τόπο) αυτός που πλήττεται από κύματα
2. μτφ. (για τον σφυγμό) αυτός που παρουσιάζει αυξομειώσεις, κυμαινόμενος («σφυγμὸς κυματώδης», Γαλ.).
επίρρ...
κυματωδῶς (Α)
με κυματοειδή τρόπο, κυματοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -ώδης].