λογιστεία
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ,
A office of λογιστής, Bull.Inst.Français d' Arch.Orient. 22.193 (Egypt. iii/ii B. C.), Inscr.Délos 396 A19 (ii B. C.), IG12(1).83 (Rhodes, ii A. D.), OGI509.9 (Aphrodisias), PKlein.Form.1010 (iv/v A. D.), Cod.Just.10.56.1, etc.
Greek (Liddell-Scott)
λογιστεία: ἡ, τὸ ἀξίωμα ἢ ὑπούργημα τοῦ λογιστοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2529, 2741. 9, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM λογιστεία) λογιστεύω
νεοελλ.
το έργο ή η υπηρεσία του λογιστή ή του λογιστηρίου
αρχ.
το έργο ή το αξίωμα του λογιστή, του οικονομικού ελεγκτή.