ἀμφικέφαλος
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ον,
A two-headed, Eub.107.10 (in poet. form ἀμφικέφαλλος); of the ἀμφίσβαινα, Gal.14.243; σκέλους τὸ ἀ., i.e. the thighbone, Arist.HA404a5. II of a couch, having two places for the head, i.e. two ends, κλίνη IG1.277d (-κνέφαλλος wrongly cited by Poll.10.36).
German (Pape)
[Seite 139] zweiköpfig, κλίνη, VLL., ein Lager, das auf beiden Enden Kopfkissen hat, bei Eubul. Ath. 449 e (v. 10) κλίνῃ ἀμφικέφαλλος, s. ἀμφικνέφαλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικέφᾰλος: -ον, δικέφαλος, Εὔβουλ. ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 10 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ἀμφικέφαλλος)· σκέλους τό ἀμφ., ὅ ἐ. τὸ ὀστοῦν τοῦ μηροῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 5. ΙΙ. ἐπὶ ἀνακλίντρου ἔχοντος δύο θέσεις διὰ τὴν κεφαλήν, Πολυδ. 10. 36· «κλίνη ἀμφικέφαλος: ἡ ἔχουσα ἑκατέρωθεν ἀνάκλιντρον» Φωτίου Λεξ. ἐν λ. κλίνη· ἀμφ. καθέδρα Συνέσ. 158C (πρβλ. ἀμφικνέφαλλος).
Spanish (DGE)
(ἀμφικέφᾰλος) -ον
• Grafía: graf. ἀμφικνέφαλος Synes.Ep.3, ἀμφικνέφαλλος Poll.10.36, poét. ἀμφικέφαλλος Eub.107.10 (cj.)
• Morfología: [fem. -κεφάλη (graf. -λλη) SEG 29.146.5 (Atenas IV a.C.)]
1 bicéfalo, de dos cabezasde animales fabulosos, Eub.l.c., Gal.14.243.
2 de dos apófisisdel fémur, Arist.HA 494a5.
3 con dos cabeceras κλίνη IG 12.330.7, Pl.Com.34, SEG l.c., Poll.l.c., Synes.l.c., Hsch.
Greek Monolingual
ἀμφικέφαλος, -ον (ΑΜ) κεφαλή
δικέφαλος
μσν.
1. αυτός που έχει δύο θέσεις για το κεφάλι, όπως το ανάκλιντρο
2. (για κρεβάτι) αυτό που έχει προσκέφαλο και στις δύο πλευρές
αρχ.
φρ. «σκέλους τὸ ἀμφικέφαλον», το μηριαίο οστούν (επειδή έχει εξογκώσεις στα δύο άκρα του).
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀμφι- + -κέφαλος < κεφαλή.