ανάκρουση
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
η (Α ἀνάκρουσις) ἀνακρούω
μετακίνηση προς τα πίσω κατόπιν ωθήσεως, οπισθοδρόμηση, απώθηση
νεοελλ.
εκτέλεση μουσικού κομματιού από ορχήστρα
αρχ.
1. αντίδραση στην αποθάρρυνση
2. (ως μουσ. όρος) αρχή μέλους, προοίμιο, προανάκρουσμα
3. (μετρ.) άτονο τμήμα, από μία ή και δύο συλλαβές, στην αρχή στίχου ως εισαγωγή ρυθμικής περιόδου
«ἰ-ήιε Δάλιε Παιάν» (Σοφ. Οιδ. Τ. 154).