αποφαίνομαι

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

(AM ἀποφαίνω κ. -ομαι)
(-ομαι)
1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου
2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω
2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις
3. παριστάνω, παρουσιάζω
4. καταγγέλλω
5. παρουσιάζω λογαριασμό για κάτι ή πληρώνω χρήματα σύμφωνα με λογαριασμό
6. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι, διορίζω
8. φρ. «ἀποφαίνω παῑδας» — τεκνοποιώ
II. (-ομαι)
1. επιδεικνύω, παρουσιάζω
2. επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη
3. συμβουλεύω
4. ορίζω
5. φρ. «ἀποφαίνομαι γνώμην» — διακηρύσσω ή εκφέρω την γνώμη μου.