αποφαίνομαι
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Greek Monolingual
(AM ἀποφαίνω κ. -ομαι)
(-ομαι)
1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου
2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω
2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις
3. παριστάνω, παρουσιάζω
4. καταγγέλλω
5. παρουσιάζω λογαριασμό για κάτι ή πληρώνω χρήματα σύμφωνα με λογαριασμό
6. καθιστώ, κάνω κάποιον κάτι, διορίζω
8. φρ. «ἀποφαίνω παῑδας» — τεκνοποιώ
II. (-ομαι)
1. επιδεικνύω, παρουσιάζω
2. επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη
3. συμβουλεύω
4. ορίζω
5. φρ. «ἀποφαίνομαι γνώμην» — διακηρύσσω ή εκφέρω την γνώμη μου.