αποψίλωση
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
η (AM ἀποψίλωσις)
1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της
2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι
αρχ.
1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα
2. (για αμπέλι) απογύμνωση από τους βλαστούς και τα φύλλα.