ἀσμάραγος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A noiseless, Opp.H.3.428.
German (Pape)
[Seite 372] ohne Lärm, Opp. H. 3, 428.
Spanish (DGE)
(ἀσμάρᾰγος) -ον
• Prosodia: [-μᾰ-]
silencioso ἀνδράσι τ' ἀφθόγγοισι καὶ ἀσμαράγοις ἐλάτῃσι Opp.H.3.428.
Greek Monolingual
ἀσμάραγος, -ον (Α)
ο αθόρυβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σμαραγος < σμαραγώ «κάνω θόρυβο» (πρβλ. αλισμάραγος, βαρυσμάραγος κ.ά.].