δαῦκος
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
ὁ, an umbelliferous plant growing in Crete, Athamanta
A Cretensis, Hp.Acut.23, Dsc.3.72 (who applies the name to two other species, Peucedanum Cervaria and Psychotis Amnis), POxy.1088.65, Gal.6.654; also, = σταφυλῖνος, wild carrot, Daucus Carota, Id.11.862, which is called δαῦκον, τό, by Thphr.HP9.15.5 (but, = Malabaila aurea, ib.9.15.8,9.20.2): δαύκειον, τό, Nic.Th.858,939: δαυκίν (i.e. δαυκίον), Gp.12.1.2:—also δαυχμός, Nic.Th.94 (cf. Sch. ad loc.), Al.199.
δαῦκος· ὁ θρασύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 524] ὁ, Pastinake, Theophr. – Aber Nic. Th. 94 (v. l. δαῦχμος) wie Al. 199 scheint es eine Art Lorbeer, vielleicht δαύχνη, vgl. ἀρχιδαυχνοφορέω.
Greek (Liddell-Scott)
δαῦκος: ὁ, εἶδος φυτοῦ, «δαυκί», φυόμενον ἐν Κρήτῃ, ἐν χρήσει ἐν τῇ ἰατρικῇ, Athamanta Cretensis, Ἱππ. Ὀξ. Ν. 387, Διοσκ. 3. 83· ὡσαύτως, δαῦκον, τό, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 9. 15, 5· δαύκειον, τό, Νίκ. Θ. 858.
Spanish (DGE)
ὁ θρασύς Hsch.
-ου, ὁ
• Alolema(s): δαῦκον, τό Thphr.HP 9.15.5, 8, 20.2
bot.
1 zanahoria silvestre, Daucus carota L. δ. δαφνοειδές Thphr.HP 9.15.5.
2 dauco de Creta, Athamanta cretensis L., Dsc.3.72, usada como planta medicinal, Hp.Morb.2.59, Mul.1.78, Acut.23, Acut.(Sp.) 30, 38, Morb.2.54a, Gal.6.654, Plin.HN 19.89, 25.110, 26.28, medic. en POxy.1088.65, Gal.11.862, Hsch.
3 otro tipo de dauco δαύκου ῥίζη Αἰθιοπικοῦ Hp.Mul.1.34.
4 Malabaila aura Boiss., de la reg. de Patras, Thphr.HP 9.15.8, 20.2.
5 quizá una especie de Peucedanum Dsc.3.72.
6 quizá ameos, Ammi majus L., Dsc.3.72.
7 δ. ἄγριος otro n. de καυκαλίς pimpinela blanca, p. menor, Pimpinella saxifaga L., Dsc.2.139, Ps.Dsc.2.139.
• Etimología: ¿Rel. *δαϝίω ‘quemar’ o palabra de substrato rel. δαίω por etim. pop.?
Greek Monolingual
ο (AM δαῡκος)
1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν
2. ο υπόγειος βλαστός του φυτού, το καρότο
αρχ.
1. φαρμακευτικό φυτό της Κρήτης, δαυκί
2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο συνδέθηκε με θ. δaF- του δαίω «καίω», εξαιτίας της πικάντικης και καυστικής γεύσης της ρίζας του. Ο Νίκανδρος ο Επικός (Θηρ. 94) σχολιάζοντας τις λέξεις δαύκος και δαυκμός αναφέρει: «Πλούταρχος πλείονα μὲν φῆσι γένη τῆς βοτάνης εἶναι, τὸ δὲ κοινόν τῆς δυνάμεως ἰδίωμα δριμὺ και πυρῶδες». Υπετέθη δηλ. ότι το φυτό παρήγαγε μια κολλώδη ουσία σαν το ρετσίνι, που καιγόταν με καθαρή φλόγα (πρβλ. και τη γλώσσα «δαυχμόν» — εύκαυστον ξύλον δάφνης). Οπωσδήποτε, η σύνδεση του δαύχος με το δαίω είναι πολύ αμφίβολη και οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία. Υποστηρίχτηκε τέλος ότι ο τ. καύκον (=καυκαλίς) αποτελεί μεταπλασμό του δαύκος κατά το καίω.