διασάφηση
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
η (AM διασάφησις, -εως) διασαφώ
νεοελλ.
1. η εξήγηση, το να καταστεί σαφές κάτι
2. γραπτή λεπτομερής καταγραφή εμπορευμάτων που υποβάλλει ο έμπορος στις τελωνειακές αρχές
αρχ.-μσν.
εξήγηση, ερμηνεία (κειμένου, ονείρου, κ.λπ.).