διάχυση
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
η (AM διάχυσις)
διασκορπισμό, έκχυση
νεοελλ.
διαχύσεις
ζωηρή εκδήλωση φιλικών συναισθημάτων
αρχ.
1. έκταση, εξάπλωση
2. φθορά, καταστροφή, βλάβη
3. τήξη
4. καταπράυνση
5. χαύνωση, χαλάρωση
6. φαιδρότητα
7. (ειρωνικά) εμπαιγμός
8. το δελφίνι (Για τις εγκυκλοπαιδικές χρήσεις του όρου βλέπε τα αντίστοιχα εγκυκλοπαιδικά λήμματα).