δυσχείμερος
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ον,
A wintry or stormy, Hom. (only in Il.) epith. of Dodona, 2.750, al.; χώρη Hdt.4.28, cf. Arist. HA606b5; φάραγξ A.Pr.15: metaph., δ. πέλαγος δύης ib.746; δ. ἆται Id.Ch.271. II bearing winter ill, Arist.HA596b5, Gp.19.2.8.
German (Pape)
[Seite 690] 1) sehr stürmisch, winterlich, rauh; bei Homer zweimal, als Beiwort von Dodona: Iliad. 2, 750 περὶ Δωδώνην δυσχείμερον, 16, 234 Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε, Πελασγικά, τηλόθι ναίων, Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, var. lect. angeblich des Zenodot Δωδώνης μεδέων πολυπίδακος, s. Scholl. – Folgende: χώρη Her. 4, 28; φάραγξ, πέλαγος δύης, übertr., wie ἄτη, Aesch. Prom. 15. 748; Ch. 269; τόποι Eur. Alc. 68; auch in Prosa, Arist. H. A. 9, 28 u. Sp. – 2) den Winter schlecht ertragend; Arist. H. A. 8, 10; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχείμερος: -ον, ἐκτεθειμένος εἰς βαρεῖς χειμῶνας, λίαν ψυχρός, Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), ὡς ἐπίθ. τῆς Δωδώνης, 2. 750 κ. ἀλλ.· χώρη Ἡρόδ. 4. 28· φάραγξ Αἰσχύλ. Πρ. 15· - μεταφ., δ. πέλαγος δύης αὐτόθι 746· δ. ἆται ὁ αὐτ. Χο. 271. ΙΙ. δυσκόλως ὑποφέρων τὸ ψύχος τοῦ χειμῶνος, ὡς τὸ δύσριγος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 10, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le climat est rigoureux ; fig. rigoureux, affreux.
Étymologie: δυσ-, χεῖμα.
Spanish (DGE)
-ον
1 frío, desapacible de lugares, de Dodona Il.2.750, 16.234, φάραγξ A.Pr.15, de Escitia, Hdt.4.28, Mnesith.Ath.27b.8, D.S.21.12, cf. E.Fr.1083.7, νῆσοι Hp.Vict.2.37, πέτρα Ἀρκάδων E.Fr.p.18H.-R., cf. Castorio SHell.310.1, Orác. en Paus.8.9.4, τόποι E.Alc.67, Gp.5.26.9, cf. Thphr.CP 3.24.2, Escitia y la Galia, Arist.HA 606b5, Tracia, A.R.1.213, Q.S.8.355, τὸ ὄρος Philostr.Im.1.9, cf. Hdn.3.6.10, τἀκεῖ ... ψυχρὰ καὶ δυσχείμερα Plu.Alex.52, κλίματα Plu.2.952a
•neutr. plu. subst. τὰ δυσχείμερα lugares fríos Ph.2.99, Gp.2.23.12
•del mar o el viento tempestuoso, inclemente πέλαγος A.Pr.746, ὁ Εὔξεινος Luc.Anach.14, cf. SEG 39.855.14 (Patmos III/IV d.C.), πέμφιξ A.Fr.195
•neutr. subst. τὸ δ. (τῆς θαλάττης) Str.7.3.6, cf. 2.5.26
•fig. atroz, duro ἆται A.Ch.271, δ. οἶτος Opp.C.2.579.
2 que produce una sensación de frío la cicuta, Ar.Ra.125.
3 de seres vivos que soporta mal el frío οἶες Arist.HA 596b4, cf. 6, τὸ ζῷον de un tipo de perro Gp.19.2.8.
Greek Monolingual
δυσχείμερος, -ον (AM)
1. ο εκτεθειμένος σε βαρύ χειμώνα ή σε σφοδρό άνεμο, ο πολύ ψυχρός
2. αυτός που δύσκολα υποφέρει το κρύο
μσν.
(για τον έρωτα) αυτός που φέρνει ταραχή, αναστάτωση.