ἐπιτυμβίδιος

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτυμβίδιος Medium diacritics: ἐπιτυμβίδιος Low diacritics: επιτυμβίδιος Capitals: ΕΠΙΤΥΜΒΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epitymbídios Transliteration B: epitymbidios Transliteration C: epitymvidios Beta Code: e)pitumbi/dios

English (LSJ)

α, ον, (τύμβος)

   A at or over a tomb, θρῆνοι A.Ch.342 (lyr.); τὴν δ' ἐ. τούτῳ θῆκεν χάριν IG14.1409.5.    II ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες frequenting tombs, or with tomb-like crests, or with tombs in their heads (v.Ar.Av.475), Theoc.7.23, cf. Sch.adloc.

German (Pape)

[Seite 997] = Folgdm, θρῆνοι, Grabgesänge, Aesch. Ch. 338. – So heißen κορυδαλλίδες Theocr. 7, 23, entweder weil sich die Kuppenlerchen auf Gräbern häufig aufhalten, oder nach einer alten Sage, weil diese vor dem Entstehen der Erde vorhandene Lerche ihren Vater in ihrem Haupte begrub, so daß die Kuppe das Zeichen des Grabhügels ist, also die den Grabhügel, d. i. die Kuppe auf dem Kopfe hat, vgl. Ar. Av. 472 ff.; Ael. H. A. 16, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτυμβίδιος: -α, -ον, (τύμβος), ἐπιτάφιος, θρῆνοι Αἰσχύλ. Χο. 342· τὴν δ’ ἐπ. τούτῳ θῆκεν χάριν Ἐπιτύμβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6207. ΙΙ. ἐπιτυμβίδιοι ἐν Θεοκρ. 7. 23, ἐπώνυμον τῶν κορυδαλλῶν, ἢ διότι ἔχουσιν ὡσεὶ τύμβον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς λόφον, ἢ ὅτι τάφοις ὡς ἐπὶ πολὺ ἐνδιατρίβουσιν, ὡς λέγει ὁ Βαβρ. (72. 20), καὶ κορυδαλλὸς οὖν τάφοις παίζων: - περὶ τοῦ κορυδαλλοῦ ἢ κορυδοῦ ὁ Ἀριστοφ. (Ὄρν. 472) μυθολογεῖ παράδοξα: «οὐδ’ Αἴσωπον πεπάτηκας, ὃς ἔφασκε λέγων κορυδὸν πάντων πρώτην ὄρνιθα γενέσθαι, προτέραν τῆς γῆς, κἄπειτα νόσῳ τὸν πατέρ’ αὐτῆς ἀποθνήσκειν· γῆν δ’ οὐκ εἶναι,... τὴν δ’ ἀποροῦσαν ὑπ’ ἀμηχανίας τὸν πατέρ’ αὐτῆς ἐν τῇ κεφαλῇ κατορύξαι»· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 5, ἴδε καὶ Σχόλ. εἰς Θεοκρ. Εἰδυλλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait sur un tombeau.
Étymologie: ἐπί, τύμβος.

Greek Monolingual

ἐπιτυμβίδιος, -ία, -ον (Α) επιτύμβιος
1. επιτύμβιος, επιτάφιος («ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων» — τών επιτάφιων τραγουδιών, Αισχύλ.)
2. φρ. «ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες» — επίθ. τών κορυδαλλών, επειδή έχουν πάνω στο κεφάλι τους λοφίο σαν τύμβο ή επειδή συνηθίζουν να κάθονται πάνω σε τάφους.