ευεργετικός

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐεργετικός, -ή, -όν) ευεργέτης
1. αυτός που προσφέρει ευεργεσία ή ωφέλεια (α. «η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», Πολ.)
2. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ευεργετήσει («οι ευεργετικές διαθέσεις του ήταν μάταιες»)
νεοελλ.
φρ.
1. (νομ.) «ευεργετικός νόμος» — ο νόμος που παρέχει εξαιρετικά δικαιώματα ή απαλλαγές από ορισμένες υποχρεώσεις
2. «ευεργετική παράσταση» ή απλώς ευεργετική
η παράσταση της οποίας τις εισπράξεις παίρνει ο ηθοποιός υπέρ του οποίου έγινε
3. «έχω την ευεργετική μου» — γίνομαι αντικείμενο μομφών και επιπλήξεων από ανώτερο ή σαρκασμών και πειραγμάτων από φίλους
4. «ευεργετικό γράμμα» — ευεργετήριο γράμμα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεργετικόν
η ευεργεσία
2. φρ. «δόξα εὐεργετική» — καλή φήμη για ευεργεσία.