ηθοποιία

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

η (AM ἠθοποιία) ηθοποιός
1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση
2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων
νεοελλ.
1. η τέχνη του ηθοποιού, του θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα διανοήματα ή τα συναισθήματά του με τον λόγο ή με μιμητικές κινήσεις
2. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο υποδύεται τον ρόλο του ένας ηθοποιός, το παίξιμο
3. η έντεχνη και προσποιητή εκδήλωση συναισθημάτων τα οποία στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται αυτός που τά εκδηλώνει
4. ακριβής και σαφής χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος με τρόπο που προκαλεί την προσοχή του ακροατή
μσν.
ηθική διδασκαλία
μσν.-αρχ.
(ρητ.) η απόδοση, η μεταφορά τών λόγων ή τών πράξεων ενός προσώπου σε κάποιο άλλο.