ἤμορος

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤμορος Medium diacritics: ἤμορος Low diacritics: ήμορος Capitals: ΗΜΟΡΟΣ
Transliteration A: ḗmoros Transliteration B: ēmoros Transliteration C: imoros Beta Code: h)/moros

English (LSJ)

ον,= ἄμοιρος, Hsch., Phot.:—fem. ἠμορίς, ίδος, A.Fr. 165: ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν, Hsch. (ἤμορος Ion. form = Aeol. ἄμμορος (q.v.).)

German (Pape)

[Seite 1171] VLL. = ἄμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἤμορος: -ον, = ἄμοιρος, Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162.

Greek Monolingual

ἤμορος, -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)
αμέτοχος, άμοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό, με ιων. μα-, κρότητα + μόρος «τμήμα-μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος
άμοιρος, το θηλ. ημορίς
κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ. ημόριζεν
άμοιρον εποίησεν].