καταφρόνηση

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

και καταφρόνεση, ἡ (AM καταφρόνησις, Μ και καταφρόνεσις) καταφρονώ
1. περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι
2. ταπείνωση, εξευτελισμός
νεοελλ.-μσν.
1. ασέβεια
2. θράσος
αρχ.
1. αυτοπεποίθηση, συναίσθηση υπεροχής έναντι άλλου
2. πάπ. αμέλεια
3. φρ. «Περὶ ἀλόγου καταφρονήσεως» — τίτλος έργου του Πολυστράτου.