κλάση

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek Monolingual

η (Α κλάσις) κλώ
θραύση, σπάσιμο, τσάκισμα, τεμαχισμός («πάσας δὲ κλάσεις καὶ διαφορὰς τῶν κύκλων ἐμποιεῖν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που αποτελούν μέρος ενός όλου, τάξη, ομάδα, κατηγορία
2. βιολ. μονάδα βιολογικής ταξινόμησης ανώτερη της τάξης
3. καλή ποιότητα, μεγάλη αξίααθλητής κλάσεως»)
4. φρ. «στρατολογική κλάση» — το σύνολο τών στρατευσίμων του ίδιου έτους
αρχ.
1. (για τα γόνατα) λύγισμα, κάμψη
2. το μέλος, η αρμονία, το λύγισμα, το τσάκισμα της φωνής («ἐν κλάσει και τόνοις ἐμμελοῦς φωνῆς», Φίλ.)
3. συντριβή της καρδιάς, θλίψη, σπαραγμός
4. (για ήθη) χαλάρωση, έκλυση, ακολασία
5. ο τεμαχισμός του άρτου
6. συνεκδ. ο άρτος που προσφερόταν στους, πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
7. φρ. α) «ἡ κλάσις τῶν ἀμπέλων» — η κοπή τών φύλλων και τών κλάδων αμπέλου, κλάδεμα
β) «κλάσις ὄψεως» — ανάκλαση, διάθλαση μορφών
γ) «κλάσιν λαμβάνω» — εκκλίνω, παρεκκλίνω.