κροιός

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροιός Medium diacritics: κροιός Low diacritics: κροιός Capitals: ΚΡΟΙΟΣ
Transliteration A: kroiós Transliteration B: kroios Transliteration C: kroios Beta Code: kroio/s

English (LSJ)

νοσώδης, ἀσθενής, Hsch.;

   A = κολοβός, Theognost.Can.21; ἐάν τις τῶν λίθων ἔχει τι κροιόν IG22.244.63 (iv B. C.); ἐγκολλᾶν τῶν λίθων τὰ κροιά, Ἀρχ. Ἐφ. 1923.39. (Cf. Lith. kreĩvas 'crooked'.)

Greek Monolingual

κροιός (AM)
μσν.
κολοβός
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νοσώδης, ἀσθενής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. kreivas, kraivas «καμπύλος, κυρτός» (πρβλ. κριός). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τον τ. κεραΐζω «φονεύω» ή, κατ' άλλους, με τη λ. κρούω, οπότε θα είχε τη σημ. «συντετριμμένος»].