ληκάω
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
(ληκώ)
A = λαικάζω, aor. inf. ληκῆσαι Pherecr.177:—Pass., of the woman, Ar.Th.493; ληκούμεσθ' (sic) Pherecr.l.c. II ληκᾶν· τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῖσθαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ληκάω: λαικάζω: ἀπαρ. ἀορ. ληκῆσαι Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ 44. - Παθ., ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 494· ληκούμεσθ’ (οὕτως ἀντὶ ληκώμεσθ’) ὅλην τὴν νύκτα, τουτέστι διαπαιζόμεθα, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. βινέω, « sauter » (une femme) Hsch.
Étymologie: DELG cf. λικερτίζω.
Greek Monolingual
ληκάω (Α)
1. πορνεύω
2. (κατά τον Ησύχ.) «ληκᾱν
τὸ πρὸς ᾠδὴν ὀρχεῑσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ληκάω (πρβλ. πηδάω) είναι επιτατ. τύπος. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα lēk- «πηδώ, κάμπτω, σπαρταρώ» (πρβλ. λεττον. lēkaju, lēkat «πετώ, πηδώ, σκιρτώ», λιθουαν. lekiu, lēkti «πετώ, τρέχω»). Η λ. συνδέεται με τα λαξ, λακτίζω και πιθ. με γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος: λικερτίζειν «σκιρτᾶν»].