μίσητος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

μίσητος, -ήτη, -ον (Α)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ακόλαστος, λάγνος, που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες
2. (γενικά) άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισήτη
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισητός < μισῶ, με αναβιβασμό του τόνου στην προπαραλήγουσα για να δηλώσει τον ακόλαστο σεξουαλικά άνθρωπο. Η σημασιολογική απόσταση μεταξύ τών λ. μισητός και μίσητος μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη, αφού η σημ. του επιθ. μισητός «απεχθής» θα μπορούσε να εξελιχθεί στη σημ. «ακόλαστος, πόρνος» του μίσητος].