μίσητος

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

μίσητος, -ήτη, -ον (Α)
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ακόλαστος, λάγνος, που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες
2. (γενικά) άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισήτη
η πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισητός < μισῶ, με αναβιβασμό του τόνου στην προπαραλήγουσα για να δηλώσει τον ακόλαστο σεξουαλικά άνθρωπο. Η σημασιολογική απόσταση μεταξύ τών λ. μισητός και μίσητος μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη, αφού η σημ. του επιθ. μισητός «απεχθής» θα μπορούσε να εξελιχθεί στη σημ. «ακόλαστος, πόρνος» του μίσητος].