πεσσικός
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
Att. πεττ-, ή, όν,
A of or for draught-playing, Apion ap.Eust.1397.3 ; πεττική (sc. τέχνη) v.l. in Poll.7.210.
German (Pape)
[Seite 603] zum Brettspiel gehörig, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσικός: Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παιγνίδιον τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, Πολυδ. Ζ΄, 210.
Greek Monolingual
και πεττικός, -ή, -όν, Α πεσσός
1. αυτός που έχει σχέση με το παιχνίδι τών πεσσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πεττική
το παιχνίδι τών πεσσών.