ξενοιάζω

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source

Greek Monolingual

και ξεγνοιάζω και ξεννοιάζω
1. απαλλάσσομαι από φροντίδες και μέριμνες, ησυχάζω («ξένοιασα από τα μαθήματα»)
2. τελειώνω κάποια δουλειά, ξεμπερδεύω από κάτι («ξένοιασα από τη συγγραφή της διατριβής μου»)
3. παύω να έχω ανησυχία για κάτι («όταν άκουσα ότι πέτυχε η εγχείρηση ξένοιασα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + -νοιάζω / -γνοιάζω (< νοιάζομαι, βλ. λ. νοιάζει)].