ὁμόψηφος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόψηφος Medium diacritics: ὁμόψηφος Low diacritics: ομόψηφος Capitals: ΟΜΟΨΗΦΟΣ
Transliteration A: homópsēphos Transliteration B: homopsēphos Transliteration C: omopsifos Beta Code: o(mo/yhfos

English (LSJ)

ον,

   A voting with, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε And.2.28 ; ὁ. κατά τινων τοῖς τριάκοντα Lys.13.94.    II having an equal right to vote with, τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.109 ; μετὰ τῶν σφετέρων Id.7.149.

German (Pape)

[Seite 342] dasselbe Stimmrecht habend, τινί, wie ein Anderer, ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῦντο τοῖσι στρατηγοῖσι, sie gaben ihm dieselbe Stimme, Her. 6, 109; μετά τινος, 7, 149; ὁμόψηφον γίγνεσθαί τινι, beistimmen, Andoc. 2 a. E.; Lys. 1394; Sp., wie Luc. bis accus. 35 Philops. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόψηφος: -ον, ὁ ψηφίζων μετά τινος, μὴ τοῖς ἐχθίστοις ὁμόψηφοι γένησθε Ἀνδοκ. 23. 17· ὁμ. τινι κατὰ τινος Λυσ. 139. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων ἴσον δικαίωμα νὰ δώσῃ ψῆφον, τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6, 109· μετὰ τῶν σφετέρων ὁ αὐτ. 7. 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a un droit de vote égal : τινι, à qqn ; μετά τινος, qui partage avec qqn le droit de vote.
Étymologie: ὁμός, ψῆφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόψηφος, -ον)
αυτός που δίνει την ίδια ψήφο με άλλον ή άλλους («ὁμόψηφοι κατ' ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν τοῑς τριάκοντα γενήσονται», Λυσ.)
νεοελλ.
αυτός που αποφασίστηκε ομόθυμα, με κοινή ψήφο
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο δικαίωμα ψήφου ή γνώμης με έναν άλλο («ὁμόψηφον τὸν πολέμαρχον ἐποιεῡντο τοῑσι στρατηγοῑσι», Ηρόδ.).
επίρρ...
ομοψήφως
με σύμφωνη γνώμη, με την ίδια ψήφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. ισό-ψηφος, μονό-ψηφος)].