ουρά

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

και νουρά και ορά, η (ΑΜ οὐρά, Α ιων. τ. οὐρή)
1. το τελικό άκρο του κορμού του σώματος, συν. επίμηκες και ευκίνητο, το οποίο αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης ή οποιαδήποτε λεπτή σωματική προέκταση ενός ζώου που μοιάζει με τη δομή αυτή
2. (σχετικά με στράτευμα σε πορεία) οπισθοφυλακή, ουραγία
νεοελλ.
1. οτιδήποτε μοιάζει με ουρά ή αποτελεί το ακραίο τμήμα ενός αντικειμένου (α. «η ουρά του αεροπλάνου» β. «η ουρά του νυφικού»)
2. το τελευταίο πρόσωπο ή πράγμα σε μία σειράουρά της φάλαγγας»)
3. χημ. τα υγρά υπολείμματα που προκύπτουν κατά την παραγωγή της αιθυλικής αλκοόλης, δηλ. του οινοπνεύματος, με τη διαδικασία της αλκοολικής ζύμωσης σακχαρούχων διαλυμάτων και της απόσταξής τους, και τα οποία αποτελούνται κυρίως από ζυμέλαια
4. ονομασία διαφόρων φυτών
5. (για καρπό) μίσχος, κοτσάνι
6. μτφ. α) σειρά ανθρώπων που στέκονται με τάξη και περιμένουν για κάτι
β) ο αχώριστος φίλος ενός ατόμου
7. φρ. α) «ψέματα με ουρά» — τερατώδη ψέματα
β) «λίραπαράς) με ουρά» — άφθονα χρήματα
γ) «έχει ψείρα με ουρά» — είναι γεμάτος ψείρες
δ) «κουνάει την ουρά της»
(για γυναίκα) προκαλεί ερωτικά
ε) «χώνει παντού την ουρά του» — αναμιγνύεται παντού και ιδίως σε υποθέσεις άλλων
στ) «μού έγινε ουρά» — μέ ακολουθεί παντού και πάντα, έχει γίνει η σκιά μου
ζ) «κάνω ουρά» — περιμένω στη σειρά
η) «έχει κομμένη την ουρά του» — έχασε τη δύναμη, το θράσος ή την αλαζονεία του
8. παροιμ. «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά της» — οι δυσχέρειες ή οι αρνητικές επιπτώσεις μιας κατάστασης φαίνονται αργότερα
αρχ.
1. (ως ευφ.) το αιδοίο
2. η αριστερή πτέρυγα φάλαγγας
3. φρ. «ρήματος οὐρή» — η ηχώ του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὐρά, πιθ. < ὀρσά (πρβλ. κουρά < κορσά) ή κατ' άλλους < ὀρσjά, ανάγεται σε ΙΕ τ. ersā (πρβλ. αρχ. ιρλδ. err «ουρά»)και συνδέεται με τη λ. ὄρρος «γλουτοί, οπίσθια» (πρβλ. ορσο-δάκνη, ορσο-λόπος). Η αναγωγή ωστόσο τών τ. οὐρά και ὄρρος σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ὀρσά και ὄρσος, αντίστοιχα, γεννά σοβαρά φωνολογικά προβλήματα σχετικά με τη συμπεριφορά του συμπλέγματος -ρσ- (βλ. και λ. όρρος). Ο νεοελλ. τ. νουρά έχει προέλθει από τη συμπροφορά του άρθρου την με τη λ. ουρά].