Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάγκαρπος

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκαρπος Medium diacritics: πάγκαρπος Low diacritics: πάγκαρπος Capitals: ΠΑΓΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: pánkarpos Transliteration B: pankarpos Transliteration C: pagkarpos Beta Code: pa/gkarpos

English (LSJ)

ον,

   A of all kinds of fruit, θύματα S.El.635; rich in every fruit, φυτά, χθών, Pi.P.9.58, I.4(3).41; γονὴ π. produce of all kinds, Pl.Ax.371c: metaph., π. ἀοιδά AP4.1.1 (Mel.); πάγκαρπον, τό, as title of a book, Gell.Praef.8.    2 covered with fruit, berried, δάφνη S.OT83.    II as Subst., = χαμαιλέων μέλας, Ps.-Dsc.3.9.

German (Pape)

[Seite 435] mit allerlei Früchten, an allen Früchten reich; χθών, Pind. P. 3, 59; φυτά, P. 9, 60; δάφνη, Soph. O. R. 83; θύματα, El. 625; γονή, alle möglichen Früchte hervorbringend, Plat. Ax. 371 c; auch in der Anth., Mel. 1, 2 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

πάγκαρπος: -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· πλούσιος εἰς παντοειδεῖς καρπούς, πλήρης καρπῶν, φυτόν, χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) μεστός, πλήρης καρποῦ, δάφνη Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα τοῦ φυτοῦ χαμαιλέων, Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui consiste en une offrande de toutes sortes de fruits (sacrifice);
2 fécond, fertile, couvert de baies (laurier).
Étymologie: πᾶς, καρπός.

English (Slater)

πάγκαρπος, -ον
   1 with fruit of all kinds “οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον” (P. 9.58) καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον (I. 4.41)

Greek Monolingual

πάγκαρπος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από καρπούς διαφόρων ειδών
2. πλούσιος σε κάθε είδους καρπούς («πάγκαρπα φυτά», Πίνδ.)
3. μτφ. πλήρης πνευματικών ή διανοητικών καρπών (πάγκαρπος ἀοιδά», Ανθ. Παλ.)
4. πλήρης καρπού, κατάφορτος από καρπούς («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
5. το αρσ. ως ουσ. πάγκαρπος
το φυτό χαμαιλέων μέλας
6. (το ουδ. ως κύριο όν.) Πάγκαρπον
τίτλος βιβλίου
7. φρ. «γονὴ πάγκαρπος» — παραγωγή κάθε είδους καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καρπός].