πανάφθιτος
From LSJ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A allimperishable, ἦμαρ AP7.14 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 457] ganz unzerstörbar, unvergänglich, Antp. Sid. 70 (VII, 17), ἦμαρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάφθῐτος: -ον, ὅλως ἄφθιτος, ἄφθαρτος, ἀΐδιος, ἦμαρ Ἀνθ. Π. 7. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait impérissable.
Étymologie: πᾶν, ἄφθιτος.
Greek Monolingual
πανάφθιτος, -ον (Α)
τελείως άφθαρτος, αιώνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄφθιτος.