παλίμβουλος
From LSJ
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
A f.l. for -βολος, Id.1.15, Sch.Th.3.37, Eust. 375.1.
German (Pape)
[Seite 448] den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ παλίμβουλος, -ον)
αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον
η παλιμβουλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βουλος (< βουλή)].