παράβαση

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

Greek Monolingual

η / παράβασις, Α επικ. τ. παραίβασις, ΝΜΑ παραβαίνω
1. η αθέτηση, η παραβίαση, η μη τήρηση, η μη εκτέλεση του πρέποντος, παρεκτροπή (α. «παράβαση καθήκοντος» β. «τροχαία παράβαση» γ. «παράβασις τοῡ πατρίου νόμου», Ιώσ.)
2. το κύριο χορικό μέρος της αρχαίας αττικής κωμωδίας κατά το οποίο ο χορός άλλαζε θέση προχωρώντας εμπρός και εξέθετε προς τους θεατές γνώμες του ποιητή σχετικά με τα δρώμενα ή σχετικά με οποιοδήποτε θέμα
αρχ.
1. εκφυγή, διαφυγή
2. ελάχιστη μεταβολή
3. παρέκβαση («παράβασίν τινα... ἀπὸ τών ἄλλων τῶν ἐγκυκλίων πεπορισμένου», Στράβ.)
4. εναλλαγή του βήματος κατά το περπάτημα
5. υπερβασία, αυθαιρεσία, παρακοήτέκνα παραβάσεως καὶ ἀργίας», ΠΔ)
6. πλάνη, παραίσθηση.