προεδρικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
-ή, -ό / προεδρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρόεδρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόεδρο (α. «προεδρικό μέγαρο» — μέγαρο όπου στεγάζεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και το προσωπικό της προεδρίας
β. «γραφάς παρανόμων... καὶ προεδρικὴν καὶ ἐπιστατικήν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «προεδρική δημοκρατία» — δημοκρατική μορφή πολιτεύματος κατά την οποία ο αρχηγός της εκτελεστικής εξουσίας είναι και ανώτατος άρχων
β) «προεδρικό διάταγμα» — πράξη του αρχηγού του κράτους, που προσυπογράφεται από τα αρμόδια κατά περίπτωση όργανα, όπως είναι υπουργοί ή ο πρωθυπουργός ή το υπουργικό συμβούλιο, με σκοπό τη θέσπιση κανόνων δικαίου [κανονιστικό διάταγμα] ή την εφαρμογή σε συγκεκριμένη περίπτωση υφιστάμενου κανόνα [ατομικό διάταγμα]
αρχ.
φρ. «προεδρική γραφή» — καταγγελία προέδρου.
επίρρ...
προεδρικώς Ν
εκκλ. όρος με τον οποίο δηλωνόταν ο τρόπος παραχώρησης μητροπόλεων ή ενοριών σε παραιτηθέντες από τη θέση τους αρχιερείς και ιδίως πατριάρχες, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους ανάγκες.